ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η δικαστική συμπαράσταση αφορά την ανάθεση της επιμέλειας ενός ενηλίκου (κατά κανόνα) σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο και συντρέχει σε δυο περιπτώσεις:

  • όταν ο ενήλικας πάσχει από ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές ή σωματική αναπηρία και αδυνατεί γιαυτό το λόγο να φροντίσει για τις υποθέσεις του ή
  • όταν εξαιτίας ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού αποτελεί κίνδυνο για τον εαυτό του ή για ορισμένα άτομα του συγγενικού περιβάλλοντός του.

Η ανάθεση της επιμέλειας του πάσχοντος σε δικαστικό συμπαραστάτη προϋποθέτει αίτηση ενός εκ των ακόλουθων προσώπων: του ίδιου του πάσχοντος, του συζύγου του, των γονέων του, των τέκνων του, του εισαγγελέα ή του δικαστηρίου.

Oι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν στο δικαστήριο μια κατάσταση που δικαιολογεί την υποβολή ενός ατόμου σε δικαστική συμπαράσταση, εφόσον οι πληροφορίες περιήλθαν σε αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο διορίζει το δικαστικό συμπαραστάτη και το εποπτικό συμβούλιο. Ο δικαστικός συμπαραστάτης υποδεικνύεται από τον πάσχοντα ή, αν αυτός δεν υποδεικνύει κανέναν ή το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται ακατάλληλο, επιλέγεται από το δικαστήριο. Το εποπτικό συμβούλιο εποπτεύει το έργο του δικαστικού συμπαραστάτη και αποτελείται από 3 έως 5 μέλη, συνήθως συγγενείς ή φίλους του πάσχοντος, αλλά δεν αποκλείεται να είναι και κάποια κοινωνική υπηρεσία.